ορνιθοειδής

ορνιθοειδής
ης, ες 1. похожий на курицу;
2.:

τα ορνιθοειδη — хохлатые птицы


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορνιθοειδής" в других словарях:

  • ορνιθοειδής — ές (Α ὀρνιθοειδής, ές) αυτός που έχει τη μορφή ή το σχήμα όρνιθας νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθοειδή ζωολ. παλαιότερος όρος για τα ορνιθόμορφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • ὀρνιθοειδῆ — ὀρνιθοειδής like a bird neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀρνιθοειδής like a bird masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀρνιθοειδής like a bird masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • ορνιθώδης — ὀρνιθώδης, ῶδες (Α) [όρνις, ιθος] ορνιθοειδής …   Dictionary of Greek

  • όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»